-
1 προς-άπτω
προς-άπτω, anheften, κεκόλληται γένος προςάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder πρός τι, μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προςάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προςάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so κλέος τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεϑνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενϑεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ τῇδε ἑορτὴν καὶ τέλη προςάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῠσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορϑώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προςάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν, Soph. O. R. 667. – Med. προςάπτομαι, anrühren; ἀληϑείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp.
-
2 προσάπτω
A fasten to or upon,τύμβῳ π. μηδέν S.El. 432
;στέρνοις στέρνα E.El. 1321
(anap.); κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ, Id.Ba. 859, Ion 27; τὸ ἀντίγραφον.. προσήφαμεν ([tense] pf.) we have attached the copy, UPZ22.11 (ii B.C.).2 attach to, bestow upon, grant,κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω Il.24.110
;π. κλέος τινί Pi.N.8.37
;τῷ τεθνηκότι τιμάς S. El. 356
;γῇ τῇδε.. ἑορτὴν καὶ τέλη E.Med. 1382
; γέρας, ἐγκώμιά τισι, Pl.Sph. 231a, Lg. 822b;εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι Id.R. 420d
; τὸ ὄνομα (sc. πῦρ).. προσάψαι.. Ἑλληνικῇ φωνῇ Id.Cra. 410a
;ὠφέλειάν τινι D. 61.53
; in bad sense, fix upon, attach,μή τι.. χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς S.OC 236
(lyr.);π. τῇ τύχῃ αἰτίαν Men.1083.4
, cf. Porph.Abst.1.7:— [voice] Pass., to be bound up with,σχήματι τοῦ λόγου A.D.Synt.232.10
.3 c. acc. only, apply,μεῖζον π. τῆς νόσου τὸ φάρμακον S.Fr. 589
, cf. Dsc. Eup.1.74 ([voice] Pass.), Archig. ap. Gal.12.873 ([voice] Med.);π. χεῖρα E.Supp. 361
;γνώμην πρός τι Id.Fr.362.10
;ἀλγηδόνα τινά Pl.Plt. 293b
; simply, add,τό γε εἶναι Id.Sph. 252a
.5 ascribe, attribute to, ἐκείνῳ (sc. τῷ Θαλῇ)τὸ κατανόημα προσάπτουσι Arist.Pol. 1259a8
;π. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην D.S.1.17
;Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι Id.5.69
;τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Plb.31.30.3
, cf. 4.24.3.II intr., fasten oneself to, καί μοι.. ἀγχοῦ προσῆψεν.. ἐν δισκήματι came very near me in the quoit-throw, S.Fr. 380 (dub.); to be added, (lyr.).III [voice] Med., fasten oneself upon, Arist.Fr. 324; lay hold of, touch, τῷ στόματι π. [τινός] X.Mem.1.3.12;π. τῆς ἀληθείας Pl.Ti. 71e
; τῶν οὔλων (v.l. τοῖς οὔλοις) Dsc.1.105.2 have to do with, meddle with,ὅτου ἂν π. ἀνδρός Aeschin.3.114
; τῶν πραγμάτων ib.133; τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, D.C.60.26, 44.44; πλέω π. τῶν δυνατῶν attempt more than is possible, Democr.3.3 of wrestlers, come to grips, Gal.15.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάπτω
-
3 προςάπτω
προς-άπτω, anheften; anfügen; übh. einem etwas erteilen, gewähren; τῷ τεϑνηκότι τιμάς, von den Totenopfern; einem etwas übertragen od. anvertrauen; beilegen. Auch intrans., sich anfügen, anreihen; προςάπτομαι, anrühren -
4 προσαπτω
эп. προτιάπτω1) прилаживать, привязывать, прикреплять(κόσμον τινί Eur.; τὰς λαιὰς τοῖς ἱστοῖς Arst.)
π. στέρνοις στέρνα Eur. — прижаться грудью к груди;τύμβῳ τι π. Soph. — возлагать что-л. на могилу;τέν ἀρχέν τελευτῇ π. Plat. — связать начало с концом2) даровать, отдавать(κῦδός τινι Hom.)
3) воздавать, оказывать(τιμὰς τῷ τεθνηκότι Soph.; τὰ ἐγκώμιά τινι Plat.)
4) применять, прилагатьμεῖζον τῆς νόσου τὸ φάρμακον π. Soph. — применять средство, которое сильнее (самой) болезни;
προσάψαι τὸ ὄνομα Ἑλληνικῇ φωνῇ Plat. — приспособить (иноземное) слово к греческому произношению5) приписывать, присваивать, относить(τέν δάφνην τῷ Ἀπόλλωνι Diod.; τέν Αἴγυπτον τῇ Λιβύῃ Arst.; Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι π. Diod.)
6) причинять, вызывать(ἀλγηδόνα Plat.)
7) возлагать, поручать(ναυτικόν τινι Xen.)
8) присоединять, добавлять(τι Plat.)
9) присоединятьсяτάδ΄ εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι Soph. — если к старым бедствиям присоединятся и эти
10) med. (со)прикасаться(προσάπτεσθαι τῆς ἀληθείας Plat.)
προσαψάμενοι τούτων τῶν πραγμάτων Aeschin. — возымевшие касательство к этим делам
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский